κακοπλάστως

κακοπλάστως
κακόπλαστος
illconceived
adverbial
κακόπλαστος
illconceived
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κακόπλαστος — κακόπλαστος, ον (AM) κακοφτειαγμένος, άσχημος, δύσμορφος αρχ. αυτός που επινοήθηκε κακώς. επίρρ... κακοπλάστως (Μ) με κακόπλαστο τρόπο, με άσχημη μορφή, δύσμορφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πλαστoς (< πλάσσω), πρβλ. ισό πλαστος, πρωτό πλαστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”